- συντακτικός
- -ή, -ό / συντακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξηνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικόγραμμ. το μέρος τής γραμματικής που πραγματεύεται τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας3. το θηλ. ως ουσ. η συντακτικήγλωσσ. άλλος όρος που χρησιμοποιείται για τη σύνταξη, έναν από τους τρεις κλάδους τής σημειολογίας, κατά τον Τσαρλς Μόρις4. φρ. α) «συντακτικές πράξεις» — πράξεις που εκδίδονται από την εκτελεστική εξουσία ενός κράτους με δική της ευθύνη και με τις οποίες τροποποιείται ή καταργείται διάταξη τού συντάγματοςβ) «συντακτική εξουσία»(νομ.) εξουσία που σχετίζεται με τη γένεση και την παραγωγή ενός συντάγματος ως βάσης και πλαισίου οργάνωσης τής πολιτείαςγ) «συντακτική συνέλευση» — εθνική συνέλευση η οποία καταρτίζει και ψηφίζει το νέο σύνταγμα μιας πολιτείαςδ) «συντακτικός τύπος»χημ. γραφική απεικόνιση τού τρόπου σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα μιας χημικής ένωσης συνδέονται μεταξύ τουςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αποχαιρετισμό, σε αποχωρισμό2. το αρσ. ως ουσ. ο συντακτικόςα) (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγοςβ) (στην αρχ. Αίγυπτο) υπάλληλος τού οποίου έργο ήταν η κατάταξη τών πολιτῶν σε τάξεις3. το θηλ. ως ουσ. ἡ συντακτική(ενν. ρήσις ή λαλιά) αποχαιρετιστήρια ομιλία.επίρρ...συντακτικώς και συντακτικά Νσύμφωνα με τους κανόνες τού συντακτικού.
Dictionary of Greek. 2013.